διαμέρισμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Calque of French appartement, from διαμερίζω (diamerízo, “to partition”) + -μα (-ma, “nominal suffix”), the former from δια- (dia-) + μερίζω (merízo). Attested since 1871.[1]
Noun
[edit]διαμέρισμα • (diamérisma) n (plural διαμερίσματα)
Declension
[edit]Declension of διαμέρισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαμέρισμα • | διαμερίσματα • |
genitive | διαμερίσματος • | διαμερισμάτων • |
accusative | διαμέρισμα • | διαμερίσματα • |
vocative | διαμέρισμα • | διαμερίσματα • |
References
[edit]- ^ διαμέρισμα - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.