εισόδημα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]εισόδημα • (eisódima) n (plural εισοδήματα)
Declension
[edit]Declension of εισόδημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εισόδημα • | εισοδήματα • |
genitive | εισοδήματος • | εισοδημάτων • |
accusative | εισόδημα • | εισοδήματα • |
vocative | εισόδημα • | εισοδήματα • |