εξωπραγματικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from εξω- (exo-) + πραγματικός (pragmatikós), a calque of English unrealistic.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εξωπραγματικός • (exopragmatikós) m (feminine εξωπραγματική, neuter εξωπραγματικό)
Declension
[edit]Declension of εξωπραγματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξωπραγματικός • | εξωπραγματική • | εξωπραγματικό • | εξωπραγματικοί • | εξωπραγματικές • | εξωπραγματικά • |
genitive | εξωπραγματικού • | εξωπραγματικής • | εξωπραγματικού • | εξωπραγματικών • | εξωπραγματικών • | εξωπραγματικών • |
accusative | εξωπραγματικό • | εξωπραγματική • | εξωπραγματικό • | εξωπραγματικούς • | εξωπραγματικές • | εξωπραγματικά • |
vocative | εξωπραγματικέ • | εξωπραγματική • | εξωπραγματικό • | εξωπραγματικοί • | εξωπραγματικές • | εξωπραγματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξωπραγματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξωπραγματικός, etc.) |
Derived terms
[edit]- εξωπραγματικά (exopragmatiká, adverb)
References
[edit]- ^ εξωπραγματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language