ερωτικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐρωτικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek ἐρωτικός (erōtikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ερωτικός • (erotikós) m (feminine ερωτική, neuter ερωτικό)
Declension
[edit]Declension of ερωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερωτικός • | ερωτική • | ερωτικό • | ερωτικοί • | ερωτικές • | ερωτικά • |
genitive | ερωτικού • | ερωτικής • | ερωτικού • | ερωτικών • | ερωτικών • | ερωτικών • |
accusative | ερωτικό • | ερωτική • | ερωτικό • | ερωτικούς • | ερωτικές • | ερωτικά • |
vocative | ερωτικέ • | ερωτική • | ερωτικό • | ερωτικοί • | ερωτικές • | ερωτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερωτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms
[edit]- ερωτικά (erotiká, adverb)
- and see: έρωτας (érotas)
Further reading
[edit]- ερωτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language