ιθαγενής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ιθαγενής • (ithagenís) m or f (plural ιθαγενείς)
Declension
[edit]Declension of ιθαγενής
Synonyms
[edit]- αυτόχθων (aftóchthon)
Adjective
[edit]ιθαγενής • (ithagenís) m (feminine ιθαγενής, neuter ιθαγενές)
- indigenous, aboriginal
- Ιθαγενείς πληθυσμοί της Αυστραλίας (Aboriginal people of Australia)
Declension
[edit]Declension of ιθαγενής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιθαγενής • | ιθαγενής • | ιθαγενές • | ιθαγενείς • | ιθαγενείς • | ιθαγενή • |
genitive | ιθαγενούς • / ιθαγενή • | ιθαγενούς • | ιθαγενούς • | ιθαγενών • | ιθαγενών • | ιθαγενών • |
accusative | ιθαγενή • | ιθαγενή • | ιθαγενές • | ιθαγενείς • | ιθαγενείς • | ιθαγενή • |
vocative | ιθαγενή • / ιθαγενής • | ιθαγενής • | ιθαγενές • | ιθαγενείς • | ιθαγενείς • | ιθαγενή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιθαγενής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιθαγενής, etc.) |