κακοποιός
Greek
Adjective
κακοποιός • (kakopoiós) m (feminine κακοποιός, neuter κακοποιό)
Declension
Declension of κακοποιός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κακοποιός • | κακοποιός • | κακοποιό • | κακοποιοί • | κακοποιοί • | κακοποιά • |
genitive | κακοποιού • | κακοποιού • | κακοποιού • | κακοποιών • | κακοποιών • | κακοποιών • |
accusative | κακοποιό • | κακοποιό • | κακοποιό • | κακοποιούς • | κακοποιούς • | κακοποιά • |
vocative | κακοποιέ • | κακοποιέ • | κακοποιό • | κακοποιοί • | κακοποιοί • | κακοποιά • |
Synonyms
- εγκληματικός (egklimatikós)
Related terms
Noun
κακοποιός • (kakopoiós) m or f (plural κακοποιοί)
Declension
Declension of κακοποιός
Synonyms
- (pejorative): τραμπούκος m (trampoúkos, “thug”)