κατάθεση
Greek
[edit]Noun
[edit]κατάθεση • (katáthesi) f (plural καταθέσεις)
- submission, presentation, registration
- deposit (in bank)
- testimony (in court of law)
Declension
[edit]Declension of κατάθεση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | κατάθεση • | καταθέσεις • | |
genitive | κατάθεσης • | καταθέσεων • | |
accusative | κατάθεση • | καταθέσεις • | |
vocative | κατάθεση • | καταθέσεις • | |
Older or formal genitive singular: καταθέσεως • |
Related terms
[edit]- καταθέτω (katathéto, “to make a deposit at bank”)
- βιβλιάριο καταθέσεων n (vivliário katathéseon, “bank passbook”)