Jump to content

κεντρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κεντρικός (kentrikósm (feminine κεντρική, neuter κεντρικό)

  1. central, pivotal, focal, main
    Ο κεντρικός διαχειριστής παρέχει υποστήριξη στους εθνικούς διαχειριστές.
    O kentrikós diacheiristís paréchei ypostírixi stous ethnikoús diacheiristés.
    The central administrator shall provide support to national administrators.

Declension

[edit]
Declension of κεντρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κεντρικός (kentrikós) κεντρική (kentrikí) κεντρικό (kentrikó) κεντρικοί (kentrikoí) κεντρικές (kentrikés) κεντρικά (kentriká)
genitive κεντρικού (kentrikoú) κεντρικής (kentrikís) κεντρικού (kentrikoú) κεντρικών (kentrikón) κεντρικών (kentrikón) κεντρικών (kentrikón)
accusative κεντρικό (kentrikó) κεντρική (kentrikí) κεντρικό (kentrikó) κεντρικούς (kentrikoús) κεντρικές (kentrikés) κεντρικά (kentriká)
vocative κεντρικέ (kentriké) κεντρική (kentrikí) κεντρικό (kentrikó) κεντρικοί (kentrikoí) κεντρικές (kentrikés) κεντρικά (kentriká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κεντρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κεντρικός, etc.)

[edit]