ολιγαρχικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ὀλιγαρχικός
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ολιγαρχικός • (oligarchikós) m (feminine ολιγαρχική, neuter ολιγαρχικό)
Declension
[edit]Declension of ολιγαρχικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ολιγαρχικός • | ολιγαρχική • | ολιγαρχικό • | ολιγαρχικοί • | ολιγαρχικές • | ολιγαρχικά • |
genitive | ολιγαρχικού • | ολιγαρχικής • | ολιγαρχικού • | ολιγαρχικών • | ολιγαρχικών • | ολιγαρχικών • |
accusative | ολιγαρχικό • | ολιγαρχική • | ολιγαρχικό • | ολιγαρχικούς • | ολιγαρχικές • | ολιγαρχικά • |
vocative | ολιγαρχικέ • | ολιγαρχική • | ολιγαρχικό • | ολιγαρχικοί • | ολιγαρχικές • | ολιγαρχικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ολιγαρχικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ολιγαρχικός, etc.) |
Noun
[edit]ολιγαρχικός • (oligarchikós) m (plural ολιγαρχικοί, feminine ολιγαρχική)
Declension
[edit]Declension of ολιγαρχικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ολιγαρχικός • | ολιγαρχικοί • |
genitive | ολιγαρχικού • | ολιγαρχικών • |
accusative | ολιγαρχικό • | ολιγαρχικούς • |
vocative | ολιγαρχικέ • | ολιγαρχικοί • |