προσανατολισμός
Greek
Noun
προσανατολισμός • (prosanatolismós) m (plural προσανατολισμοί)
Declension
Declension of προσανατολισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσανατολισμός • | προσανατολισμοί • |
genitive | προσανατολισμού • | προσανατολισμών • |
accusative | προσανατολισμό • | προσανατολισμούς • |
vocative | προσανατολισμέ • | προσανατολισμοί • |
Antonyms
- αποπροσανατολισμός (apoprosanatolismós)