προσκυνήτρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]προσκυνήτρια • (proskynítria) m (plural προσκυνήτριες, masculine προσκυνητής)
Declension
[edit]Declension of προσκυνήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσκυνήτρια • | προσκυνήτριες • |
genitive | προσκυνήτριας • | προσκυνητριών • |
accusative | προσκυνήτρια • | προσκυνήτριες • |
vocative | προσκυνήτρια • | προσκυνήτριες • |
Related terms
[edit]- προσκύνημα n (proskýnima, “pilgrimage”)