υπερσυντέλικος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ὑπερσυντέλικος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ὑπερσυντέλικος (hupersuntélikos)[1] (ellipsis of χρόνος m (khrónos, “tense”). By surface analysis, υπερ- (yper-) + συντελικός (syntelikós, “completed”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]υπερσυντέλικος • (ypersyntélikos) m (plural υπερσυντέλικοι)
Declension
[edit]Declension of υπερσυντέλικος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | υπερσυντέλικος • | υπερσυντέλικοι • | |
genitive | υπερσυντέλικου • | υπερσυντέλικων • | |
accusative | υπερσυντέλικο • | υπερσυντέλικους • | |
vocative | υπερσυντέλικε • | υπερσυντέλικοι • | |
Also dated genitive singular υπερσυντελίκου (ypersyntelíkou), genitive plural, υπερσυντελίκων (ypersyntelíkon). |
See also
[edit]- υπερσυντέλικος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
References
[edit]- ^ υπερσυντέλικος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language