υποχώρηση
Greek
[edit]Noun
[edit]υποχώρηση • (ypochórisi) f (plural υποχωρήσεις)
Declension
[edit]Declension of υποχώρηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | υποχώρηση • | υποχωρήσεις • | |
genitive | υποχώρησης • | υποχωρήσεων • | |
accusative | υποχώρηση • | υποχωρήσεις • | |
vocative | υποχώρηση • | υποχωρήσεις • | |
Older or formal genitive singular: υποχωρήσεως • |
Synonyms
[edit]- αναδίπλωση f (anadíplosi)
Related terms
[edit]- υποχωρητικός (ypochoritikós, “compliant, yielding”, adjective)
- υποχωρητικότητα f (ypochoritikótita, “compromise, compliance”)
- υποχωρώ (ypochoró, “to retreat, to subside”)