φωνητικός
Greek
Adjective
φωνητικός • (fonitikós) m (feminine φωνητική, neuter φωνητικό)
- vocal (pertaining to the voice or speech; uttered or modulated by the voice)
- φωνητικές χορδές, φωνητική μουσική
- fonitikés chordés, fonitikí mousikí
- vocal cords, vocal music
- phonetic
Declension
Declension of φωνητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φωνητικός • | φωνητική • | φωνητικό • | φωνητικοί • | φωνητικές • | φωνητικά • |
genitive | φωνητικού • | φωνητικής • | φωνητικού • | φωνητικών • | φωνητικών • | φωνητικών • |
accusative | φωνητικό • | φωνητική • | φωνητικό • | φωνητικούς • | φωνητικές • | φωνητικά • |
vocative | φωνητικέ • | φωνητική • | φωνητικό • | φωνητικοί • | φωνητικές • | φωνητικά • |
Derived terms
- φωνητική (fonitikí)
- φωνητικό αλφάβητο (fonitikó alfávito)