χειροτέχνης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]χειροτέχνης • (cheirotéchnis) m (plural χειροτέχνες)
Declension
[edit]Declension of χειροτέχνης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χειροτέχνης • | χειροτέχνες • |
genitive | χειροτέχνη • | χειροτεχνών • |
accusative | χειροτέχνη • | χειροτέχνες • |
vocative | χειροτέχνη • | χειροτέχνες • |
Synonyms
[edit]See also
[edit]- τεχνικός m or f (technikós, “technician”)