κατάλευκος
Greek
Etymology
Learnedly, from Mediaeval Byzantine Greek κατάλευκος (katáleukos).[1] Synchronically analysable as κατά- (katá-, “intense”) + λευκός (lefkós, “white”).
Pronunciation
Adjective
κατάλευκος • (katálefkos) m (feminine κατάλευκη, neuter κατάλευκο)
- all white, pure, white, completely white
- 1961, “Ο Γλάρος”, in Alekos Sakellarios (lyrics), Manos Hadjidakis (music), Η Αλίκη Στο Ναυτικό, performed by Aliki Vougiouklaki:
- Και ζήλεψα τη βάρκα τη μικρή τη χιονάτη,
Που της φιλούσε ο γλάρος το κατάλευκο πανί.- Kai zílepsa ti várka ti mikrí ti chionáti,
Pou tis filoúse o gláros to katálefko paní. - And I was jealous of the small snow-white boat,
Whose pure white sail the seagull was kissing.
- Kai zílepsa ti várka ti mikrí ti chionáti,
- snow-white, lily-white
Declension
Declension of κατάλευκος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατάλευκος • | κατάλευκη • | κατάλευκο • | κατάλευκοι • | κατάλευκες • | κατάλευκα • |
genitive | κατάλευκου • | κατάλευκης • | κατάλευκου • | κατάλευκων • | κατάλευκων • | κατάλευκων • |
accusative | κατάλευκο • | κατάλευκη • | κατάλευκο • | κατάλευκους • | κατάλευκες • | κατάλευκα • |
vocative | κατάλευκε • | κατάλευκη • | κατάλευκο • | κατάλευκοι • | κατάλευκες • | κατάλευκα • |
Synonyms
Antonyms
- κατάμαυρος (katámavros, “jet-black, completely black”)
- πάμμαυρος (pámmavros, “jet-black, completely black”)
- ολόμαυρος (olómavros, “jet-black, completely black”)
References
- ^ κατάλευκος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language