φωνητικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek φωνητικός (phōnētikós), from φωνητoς (phōnētos, “to be spoken”), from φωνέω (phōnéō, “I speak, produce a sound”) + -τικός (-tikós).[1][2]
Adjective
φωνητικός • (fonitikós) m (feminine φωνητική, neuter φωνητικό)
- vocal (pertaining to the voice or speech; uttered or modulated by the voice)
- φωνητικές χορδές, φωνητική μουσική
- fonitikés chordés, fonitikí mousikí
- vocal cords, vocal music
- phonetic
Declension
Declension of φωνητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φωνητικός • | φωνητική • | φωνητικό • | φωνητικοί • | φωνητικές • | φωνητικά • |
genitive | φωνητικού • | φωνητικής • | φωνητικού • | φωνητικών • | φωνητικών • | φωνητικών • |
accusative | φωνητικό • | φωνητική • | φωνητικό • | φωνητικούς • | φωνητικές • | φωνητικά • |
vocative | φωνητικέ • | φωνητική • | φωνητικό • | φωνητικοί • | φωνητικές • | φωνητικά • |
Derived terms
- φωνητική (fonitikí)
- φωνητικό αλφάβητο (fonitikó alfávito)
References
- ^ Oxford English Dictionary, 1884–1928, and First Supplement, 1933.
- ^ Douglas Harper (2001–2024) “phonetic”, in Online Etymology Dictionary.