κεντρικός
Greek
[edit]Adjective
[edit]κεντρικός • (kentrikós) m (feminine κεντρική, neuter κεντρικό)
- central, pivotal, focal, main
- Ο κεντρικός διαχειριστής παρέχει υποστήριξη στους εθνικούς διαχειριστές.
- O kentrikós diacheiristís paréchei ypostírixi stous ethnikoús diacheiristés.
- The central administrator shall provide support to national administrators.
Declension
[edit]Declension of κεντρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κεντρικός • | κεντρική • | κεντρικό • | κεντρικοί • | κεντρικές • | κεντρικά • |
genitive | κεντρικού • | κεντρικής • | κεντρικού • | κεντρικών • | κεντρικών • | κεντρικών • |
accusative | κεντρικό • | κεντρική • | κεντρικό • | κεντρικούς • | κεντρικές • | κεντρικά • |
vocative | κεντρικέ • | κεντρική • | κεντρικό • | κεντρικοί • | κεντρικές • | κεντρικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κεντρικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κεντρικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms
[edit]- κέντρο n (kéntro, “centre”)