ανώνυμος
See also: ἀνώνυμος
Greek
Adjective
ανώνυμος • (anónymos) m (feminine ανώνυμη, neuter ανώνυμο)
Declension
Declension of ανώνυμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανώνυμος • | ανώνυμη • | ανώνυμο • | ανώνυμοι • | ανώνυμες • | ανώνυμα • |
genitive | ανώνυμου • | ανώνυμης • | ανώνυμου • | ανώνυμων • | ανώνυμων • | ανώνυμων • |
accusative | ανώνυμο • | ανώνυμη • | ανώνυμο • | ανώνυμους • | ανώνυμες • | ανώνυμα • |
vocative | ανώνυμε • | ανώνυμη • | ανώνυμο • | ανώνυμοι • | ανώνυμες • | ανώνυμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώνυμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώνυμος, etc.) |
Related terms
- and see: ανώνυμος (anónymos, “anonymous”, adjective)
- ανώνυμα (anónyma, “anonymously”)
- ανώνυμη εταιρεία f (anónymi etaireía, “limited company”)
- ανωνυμία f (anonymía, “anonymity”)
- ανωνυμογραφία (anonymografía, “anonymous letter or article”)
- ανωνυμογραφία f (anonymografía, “anonymous letter”)
- ανωνυμογράφος m or f (anonymográfos, “anonymous writer”)
- ανωνυμογραφώ (anonymografó, “to write anonymously”)
Coordinate terms
- ακατονόμαστος (akatonómastos, “unnamed, nameless”)
- ψευδώνυμο n (psevdónymo, “pseudonym”)