τάξη
See also: ταξί
Greek
Etymology
From Ancient Greek τάξις (táxis).
Noun
τάξη • (táxi) f (plural τάξεις)
Declension
Declension of τάξη
Coordinate terms
Taxonomic divisions
* επικράτεια • f (“domain”) | * ομοταξία • f (“class”) | * γένος • n (“genus”) |
* βασίλειο • n (“kindom”) | * τάξη • f (“order”) | * είδος • n (“species”) |
* συνομοταξία • f (“phylum”) | * οικογένεια • f (“family”) | * υποείδος • n (“subspecies”) |
Related terms
- εντάξει (entáxei)
Further reading
- τάξη, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- Τάξη (βιολογία) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el