ψύλλος
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek ψύλλος (psúllos), masculine form of feminine ψύλλα (psúlla).
Pronunciation
Noun
ψύλλος • (psýllos) m (plural ψύλλοι)
- flea (parasitic insect)
Declension
Declension of ψύλλος
Derived terms
- για ψύλλου πήδημα (gia psýllou pídima)
- γυρεύω ψύλλους στα άχυρα (gyrévo psýllous sta áchyra), ψύλλοι στ' άχυρα (psýlloi st' áchyra)
- καλιγώνω τον ψύλλο (kaligóno ton psýllo)
- μου μπαίνουν ψύλλοι στα αφτιά (mou baínoun psýlloi sta aftiá)
- ούτε ψύλλος στον κόρφο μου (oúte psýllos ston kórfo mou)
Related terms
- ψυλλιάζω (psylliázo)
Further reading
- ψύλλος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language