Jump to content

αλόγιαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Byzantine Greek *ἀλόγιαστος found as adverb ἀλόγιαστα, from ἀ- (a-) privative + λογιάζω, λογιασ-, a form of the ancient λογίζομαι (logízomai) + -τος (-tos). Doublet of αλόγιστος (alógistos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈlo.ʝa.stos/
  • Hyphenation: α‧λό‧για‧στος

Adjective

[edit]

αλόγιαστος (alógiastosm (feminine αλόγιαστη, neuter αλόγιαστο)

  1. Alternative form of αλόγιστος (alógistos)

Declension

[edit]
Declension of αλόγιαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλόγιαστος (alógiastos) αλόγιαστη (alógiasti) αλόγιαστο (alógiasto) αλόγιαστοι (alógiastoi) αλόγιαστες (alógiastes) αλόγιαστα (alógiasta)
genitive αλόγιαστου (alógiastou) αλόγιαστης (alógiastis) αλόγιαστου (alógiastou) αλόγιαστων (alógiaston) αλόγιαστων (alógiaston) αλόγιαστων (alógiaston)
accusative αλόγιαστο (alógiasto) αλόγιαστη (alógiasti) αλόγιαστο (alógiasto) αλόγιαστους (alógiastous) αλόγιαστες (alógiastes) αλόγιαστα (alógiasta)
vocative αλόγιαστε (alógiaste) αλόγιαστη (alógiasti) αλόγιαστο (alógiasto) αλόγιαστοι (alógiastoi) αλόγιαστες (alógiastes) αλόγιαστα (alógiasta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλόγιαστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλόγιαστος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]