ως
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ὡς (hōs).
Adverb
[edit]ως • (os)
- as
- Να δέχεσαι τα πράγματα ως έχουν. (To accept things as they are.)
Particle
[edit]ως • (os)
- as
- Σας μιλώ ως επιστήμονας. (I speak to you as a scientist.)
- Αντιμετωπίστε καθετί νέο ως πρόκληση! (Treat everything new as a challenge!)
Preposition
[edit]ως • (os)
- (position): to, as far as
- πάω ως την άκρη του κόσμου. (I go to the end of the world.)
- (time): until, before, by
- Θα είμαι στο σπίτι ως τις έξι. (I'll be home before six.)