αεροδυναμική
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αεροδυναμική • (aerodynamikí) f (uncountable)
Declension
[edit] αεροδυναμική
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αεροδυναμική • |
genitive | αεροδυναμικής • |
accusative | αεροδυναμική • |
vocative | αεροδυναμική • |
Related terms
[edit]- αεροδυναμικός (aerodynamikós, “aerodynamic”)
- and see: αερο- (aero-)
Adjective
[edit]αεροδυναμική • (aerodynamikí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of αεροδυναμικός (aerodynamikós).
Further reading
[edit]- αεροδυναμική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el