Jump to content

ακατάστατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἀκατάστατος (akatástatos, unstable, irregular), with semantic loan from French désordonné, en désordre, as well as semantic loan from German unordentlich.[1] The Ancient Greek term is from ἀ- (a-, a-, un-) + an adjectival formation from καθίστημι (kathístēmi, to set in order).[2]

Adjective

[edit]

ακατάστατος (akatástatosm (feminine ακατάστατη, neuter ακατάστατο)

  1. untidy, messy, disordered
    Synonym: ανοικοκύρευτος (anoikokýreftos)
  2. variable

Declension

[edit]
Declension of ακατάστατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατάστατος (akatástatos) ακατάστατη (akatástati) ακατάστατο (akatástato) ακατάστατοι (akatástatoi) ακατάστατες (akatástates) ακατάστατα (akatástata)
genitive ακατάστατου (akatástatou) ακατάστατης (akatástatis) ακατάστατου (akatástatou) ακατάστατων (akatástaton) ακατάστατων (akatástaton) ακατάστατων (akatástaton)
accusative ακατάστατο (akatástato) ακατάστατη (akatástati) ακατάστατο (akatástato) ακατάστατους (akatástatous) ακατάστατες (akatástates) ακατάστατα (akatástata)
vocative ακατάστατε (akatástate) ακατάστατη (akatástati) ακατάστατο (akatástato) ακατάστατοι (akatástatoi) ακατάστατες (akatástates) ακατάστατα (akatástata)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατάστατος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατάστατος, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ακατάστατος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ ακατάστατος”, in ΛΟΓΕΙΟΝ [Logeion] Dictionaries for Ancient Greek and Latin (in English, French, Spanish, German, Dutch and Chinese), University of Chicago, since 2011