αντιπραγματισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιπραγματισμός • (antipragmatismós) m (plural αντιπραγματισμοί)
- (economics) barter
- Synonym: ανταλλαγή f (antallagí)
- (philosophy) antipragmatism
Declension
[edit]Declension of αντιπραγματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπραγματισμός • | αντιπραγματισμοί • |
genitive | αντιπραγματισμού • | αντιπραγματισμών • |
accusative | αντιπραγματισμό • | αντιπραγματισμούς • |
vocative | αντιπραγματισμέ • | αντιπραγματισμοί • |
Further reading
[edit]- Αντιπραγματισμός ("Barter") on the Greek Wikipedia.Wikipedia el