αυθεντικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek αὐθεντικός (authentikós).
Adjective
[edit]αυθεντικός • (afthentikós) m (feminine αυθεντική, neuter αυθεντικό)
- authoritive, reliable, valid, genuine
- Synonyms: γνήσιος (gnísios), πραγματικός (pragmatikós), αληθινός (alithinós)
Declension
[edit]Declension of αυθεντικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυθεντικός • | αυθεντική • | αυθεντικό • | αυθεντικοί • | αυθεντικές • | αυθεντικά • |
genitive | αυθεντικού • | αυθεντικής • | αυθεντικού • | αυθεντικών • | αυθεντικών • | αυθεντικών • |
accusative | αυθεντικό • | αυθεντική • | αυθεντικό • | αυθεντικούς • | αυθεντικές • | αυθεντικά • |
vocative | αυθεντικέ • | αυθεντική • | αυθεντικό • | αυθεντικοί • | αυθεντικές • | αυθεντικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυθεντικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυθεντικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms
[edit]- αυθεντία f (afthentía, “authority, prestige”)
- αυθέντης m (afthéntis, “authority, overlord”)
- αυθεντικότητα f (afthentikótita, “sovereignty, genuineness”)
Further reading
[edit]- “αυθεντικός”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language