αφιέρωμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αφιέρωμα • (afiéroma) n (plural αφιερώματα)
Declension
[edit]Declension of αφιέρωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αφιέρωμα • | αφιερώματα • |
genitive | αφιερώματος • | αφιερωμάτων • |
accusative | αφιέρωμα • | αφιερώματα • |
vocative | αφιέρωμα • | αφιερώματα • |
Related terms
[edit]αφιερώνω (afieróno, “devote, dedicate”)