γνωστός
Greek
Etymology
From (deprecated template usage) [etyl] Ancient Greek γνωστός (gnōstós), from γιγνώσκω (gignṓskō, “I know”).
Adjective
γνωστός • (gnostós) m (feminine γνωστή, neuter γνωστό)
Declension
Declension of γνωστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γνωστός • | γνωστή • | γνωστό • | γνωστοί • | γνωστές • | γνωστά • |
genitive | γνωστού • | γνωστής • | γνωστού • | γνωστών • | γνωστών • | γνωστών • |
accusative | γνωστό • | γνωστή • | γνωστό • | γνωστούς • | γνωστές • | γνωστά • |
vocative | γνωστέ • | γνωστή • | γνωστό • | γνωστοί • | γνωστές • | γνωστά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γνωστός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γνωστός, etc.) |
Synonyms
- γνωστός (gnostós)
Antonyms
- άγνωστος (ágnostos)
Related terms
- see: γνωρίζω (gnorízo, “to know”)
Noun
γνωστός • (gnostós) m (plural γνωστοί)
- acquaintance, a person whom one knows; a familiar
Declension
Declension of γνωστός
Antonyms
- άγνωστος (ágnostos)