εύκολος
Jump to navigation
Jump to search
See also: εὔκολος
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek εὔκολος (eúkolos), from εὐ- (eu-, “well, good”) + a component κολος (kolos) of unknown interpretation and origin.[1] See also δύσκολος (dúskolos).
Adjective
[edit]εύκολος • (éfkolos) m (feminine εύκολη, neuter εύκολο)
Declension
[edit]Declension of εύκολος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εύκολος • | εύκολη • | εύκολο • | εύκολοι • | εύκολες • | εύκολα • |
genitive | εύκολου • | εύκολης • | εύκολου • | εύκολων • | εύκολων • | εύκολων • |
accusative | εύκολο • | εύκολη • | εύκολο • | εύκολους • | εύκολες • | εύκολα • |
vocative | εύκολε • | εύκολη • | εύκολο • | εύκολοι • | εύκολες • | εύκολα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύκολος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύκολος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευκολότερος • | ευκολότερη • | ευκολότερο • | ευκολότεροι • | ευκολότερες • | ευκολότερα • |
genitive | ευκολότερου • | ευκολότερης • | ευκολότερου • | ευκολότερων • | ευκολότερων • | ευκολότερων • |
accusative | ευκολότερο • | ευκολότερη • | ευκολότερο • | ευκολότερους • | ευκολότερες • | ευκολότερα • |
vocative | ευκολότερε • | ευκολότερη • | ευκολότερο • | ευκολότεροι • | ευκολότερες • | ευκολότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ευκολότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευκολότατος • | ευκολότατη • | ευκολότατο • | ευκολότατοι • | ευκολότατες • | ευκολότατα • |
genitive | ευκολότατου • | ευκολότατης • | ευκολότατου • | ευκολότατων • | ευκολότατων • | ευκολότατων • |
accusative | ευκολότατο • | ευκολότατη • | ευκολότατο • | ευκολότατους • | ευκολότατες • | ευκολότατα • |
vocative | ευκολότατε • | ευκολότατη • | ευκολότατο • | ευκολότατοι • | ευκολότατες • | ευκολότατα • |
Antonyms
[edit]- δύσκολος (dýskolos, “difficult”)
Related terms
[edit]- διευκολύνω (diefkolýno, “facilitate”) & derivatives
- εύκολα (éfkola, “easily”, adverb)
- ευκολάκι n (efkoláki, “dead easy”) (colloquial, idiomatic)
- ευκολία f (efkolía, “ease”)
- ευκόλως (efkólos, “easily”, adverb) (formal, archaic)
- ευκολύνω (efkolýno, “make easy, facilitate”)
- πανεύκολος (panéfkolos, “very easy”)
- see ευκολο- (efkolo-, “easy-”, prefix) antonym: δυσκολο- (dyskolo-)
Descendants
[edit]- Aromanian: efcul
References
[edit]- ^ Beekes, Robert S. P. (2010) “δύσκολος”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, page 360
Further reading
[edit]- εύκολος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language