Jump to content

μειονέκτημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek μειονεκτέω (meionektéō, from μεῖον (meîon, less) +‎ ἔχω (ékhō, to have)) +‎ -μα (-ma).

Noun

[edit]

μειονέκτημα (meionéktiman (plural μειονεκτήματα)

  1. handicap, drawback, disadvantage
  2. imperfection, defect

Declension

[edit]
singular plural
nominative μειονέκτημα (meionéktima) μειονεκτήματα (meionektímata)
genitive μειονεκτήματος (meionektímatos) μειονεκτημάτων (meionektimáton)
accusative μειονέκτημα (meionéktima) μειονεκτήματα (meionektímata)
vocative μειονέκτημα (meionéktima) μειονεκτήματα (meionektímata)

Antonyms

[edit]

Further reading

[edit]