μειονέκτημα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek μειονεκτέω (meionektéō, from μεῖον (meîon, “less”) + ἔχω (ékhō, “to have”)) + -μα (-ma).
Noun
[edit]μειονέκτημα • (meionéktima) n (plural μειονεκτήματα)
Declension
[edit]Declension of μειονέκτημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μειονέκτημα • | μειονεκτήματα • |
genitive | μειονεκτήματος • | μειονεκτημάτων • |
accusative | μειονέκτημα • | μειονεκτήματα • |
vocative | μειονέκτημα • | μειονεκτήματα • |
Antonyms
[edit]- πλεονέκτημα (pleonéktima)
Further reading
[edit]- μειονέκτημα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language