συμβόλαιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]συμβόλαιο • (symvólaio) n (plural συμβόλαια)
- (law, business) contract, policy
- ασφαλιστήριο συμβόλαιο ― asfalistírio symvólaio ― insurance policy
Declension
[edit]Declension of συμβόλαιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμβόλαιο • | συμβόλαια • |
genitive | συμβολαίου •, συμβόλαιου • | συμβολαίων • |
accusative | συμβόλαιο • | συμβόλαια • |
vocative | συμβόλαιο • | συμβόλαια • |
Further reading
[edit]- συμβόλαιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el