τοξικομανής
Greek
Adjective
τοξικομανής • (toxikomanís) m (feminine τοξικομανής, neuter τοξικομανές)
Declension
Declension of τοξικομανής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τοξικομανής • | τοξικομανής • | τοξικομανές • | τοξικομανείς • | τοξικομανείς • | τοξικομανή • |
genitive | τοξικομανούς • / τοξικομανή • | τοξικομανούς • | τοξικομανούς • | τοξικομανών • | τοξικομανών • | τοξικομανών • |
accusative | τοξικομανή • | τοξικομανή • | τοξικομανές • | τοξικομανείς • | τοξικομανείς • | τοξικομανή • |
vocative | τοξικομανή • / τοξικομανής • | τοξικομανής • | τοξικομανές • | τοξικομανείς • | τοξικομανείς • | τοξικομανή • |
Noun
τοξικομανής • (toxikomanís) m or f (plural τοξικομανείς)
Declension
Declension of τοξικομανής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τοξικομανής • | τοξικομανές • |
genitive | τοξικομανή • | τοξικομανών • |
accusative | τοξικομανή • | τοξικομανές • |
vocative | τοξικομανή • | τοξικομανές • |
Related terms
- τοξικομανία f (toxikomanía, “drug addiction”)