κυκλικός
Greek
Etymology
From κύκλος (kýklos) + -ικός (-ikós).
Adjective
κυκλικός • (kyklikós) m (feminine κυκλική, neuter κυκλικό)
- circular, round
- Synonym: στρογγύλος (strongýlos)
- cyclical, cyclic
Declension
Declension of κυκλικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυκλικός • | κυκλική • | κυκλικό • | κυκλικοί • | κυκλικές • | κυκλικά • |
genitive | κυκλικού • | κυκλικής • | κυκλικού • | κυκλικών • | κυκλικών • | κυκλικών • |
accusative | κυκλικό • | κυκλική • | κυκλικό • | κυκλικούς • | κυκλικές • | κυκλικά • |
vocative | κυκλικέ • | κυκλική • | κυκλικό • | κυκλικοί • | κυκλικές • | κυκλικά • |