χαρτοφύλακας
Greek
Etymology
From Koine Greek χαρτοφύλαξ (khartophúlax), from χάρτης (khártēs, “piece of paper”) + φύλαξ (phúlax, “guard”).
Noun
χαρτοφύλακας • (chartofýlakas) m (plural χαρτοφύλακες)
Declension
Declension of χαρτοφύλακας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαρτοφύλακας • | χαρτοφύλακες • |
genitive | χαρτοφύλακα • | χαρτοφυλάκων • |
accusative | χαρτοφύλακα • | χαρτοφύλακες • |
vocative | χαρτοφύλακα • | χαρτοφύλακες • |
See also
- χαρτοφυλάκιο n (chartofylákio, “portfolio, job description, investments”)