Jump to content

έμπειρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἔμπειρος (émpeiros).

Adjective

[edit]

έμπειρος (émpeirosm (feminine έμπειρη, neuter έμπειρο)

  1. experienced, adept, skilled

Declension

[edit]
Declension of έμπειρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έμπειρος (émpeiros) έμπειρη (émpeiri) έμπειρο (émpeiro) έμπειροι (émpeiroi) έμπειρες (émpeires) έμπειρα (émpeira)
genitive έμπειρου (émpeirou) έμπειρης (émpeiris) έμπειρου (émpeirou) έμπειρων (émpeiron) έμπειρων (émpeiron) έμπειρων (émpeiron)
accusative έμπειρο (émpeiro) έμπειρη (émpeiri) έμπειρο (émpeiro) έμπειρους (émpeirous) έμπειρες (émpeires) έμπειρα (émpeira)
vocative έμπειρε (émpeire) έμπειρη (émpeiri) έμπειρο (émpeiro) έμπειροι (émpeiroi) έμπειρες (émpeires) έμπειρα (émpeira)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έμπειρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έμπειρος, etc.)

[edit]