αλλοιθωρίζω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αλλοιθωρίζω • (alloithorízo) (past αλλοιθώρισα, passive —)
- Alternative spelling of αλληθωρίζω (allithorízo)
Conjugation
[edit]αλλοιθωρίζω (active forms only)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | αλλοιθωρίζω | αλλοιθωρίσω | ||
2 sg | αλλοιθωρίζεις | αλλοιθωρίσεις | ||
3 sg | αλλοιθωρίζει | αλλοιθωρίσει | ||
1 pl | αλλοιθωρίζουμε, [‑ομε] | αλλοιθωρίσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | αλλοιθωρίζετε | αλλοιθωρίσετε | ||
3 pl | αλλοιθωρίζουν(ε) | αλλοιθωρίσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | αλλοιθώριζα | αλλοιθώρισα | ||
2 sg | αλλοιθώριζες | αλλοιθώρισες | ||
3 sg | αλλοιθώριζε | αλλοιθώρισε | ||
1 pl | αλλοιθωρίζαμε | αλλοιθωρίσαμε | ||
2 pl | αλλοιθωρίζατε | αλλοιθωρίσατε | ||
3 pl | αλλοιθώριζαν, αλλοιθωρίζαν(ε) | αλλοιθώρισαν, αλλοιθωρίσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα αλλοιθωρίζω ➤ | θα αλλοιθωρίσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αλλοιθωρίζεις, … | θα αλλοιθωρίσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αλλοιθωρίσει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αλλοιθωρίσει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αλλοιθωρίσει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | αλλοιθώριζε | αλλοιθώρισε | ||
2 pl | αλλοιθωρίζετε | αλλοιθωρίστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | αλλοιθωρίζοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας αλλοιθωρίσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | αλλοιθωρίσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αλλοιθώρισμα n (alloithórisma, “squint”)
- αλλοίθωρος (alloíthoros, “cross-eyed”)