εκμισθωτής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Verb εκμισθω-(νω) (“I lease”) + -τής (“suffix to form nouns”)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]εκμισθωτής • (ekmisthotís) m (plural εκμισθωτές, feminine εκμισθώτρια)
Declension
[edit]Declension of εκμισθωτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκμισθωτής • | εκμισθωτές • |
genitive | εκμισθωτή • | εκμισθωτών • |
accusative | εκμισθωτή • | εκμισθωτές • |
vocative | εκμισθωτή • | εκμισθωτές • |
Synonyms
[edit]- σπιτονοικοκύρης m (spitonoikokýris, “landlord”) (informal)
- ιδιοκτήτης m (idioktítis, “owner”) (sense: of the house)
Antonyms
[edit]- μισθωτής m (misthotís, “lessee, tenant, renter”)
- ενοικιαστής m (enoikiastís, “tenant, renter”)
- νοικάρης m (noikáris, “tenant, renter”) (informal)
Related terms
[edit]- εκμισθώνω (ekmisthóno, “I lease, let, rent”)
- εκμίσθωση f (ekmísthosi, “leasing”)
- εκμισθώτρια f (ekmisthótria, “lessor”)
- μισθωτής m (misthotís, “lessee, tenant, renter”)
- εκναυλωτής m (eknavlotís, “lessor of ship or aircraft”)