καλλιεργώ

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek καλλιεργῶ (kalliergô), καλλιεργέω (kalliergéō), verbal formation from Ancient Greek καλλι- (kalli-, beautiful) + ἔργον (érgon, work).

Verb

[edit]

καλλιεργώ (kalliergó) (past καλλιέργησα, passive καλλιεργούμαι, p‑past καλλιεργήθηκα, ppp καλλιεργημένος)

  1. to grow, cultivate
    Δεν μπορούμε να πειραματιζόμαστε άλλο με το τι καλλιεργούμε και το τι καταναλώνουμε.
    Den boroúme na peiramatizómaste állo me to ti kalliergoúme kai to ti katanalónoume.
    We have to stop experimenting with what we grow and eat.

Conjugation

[edit]

Further reading

[edit]