From Wiktionary, the free dictionary
καταβροχθίζω • (katavrochthízo ) (past καταβρόχθισα , passive καταβροχθίζομαι )
to devour , eat greedily
καταβροχθίζω καταβροχθίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
καταβροχθίζω
καταβροχθίσω
καταβροχθίζομαι
καταβροχθιστώ
2 sg
καταβροχθίζεις
καταβροχθίσεις
καταβροχθίζεσαι
καταβροχθιστείς
3 sg
καταβροχθίζει
καταβροχθίσει
καταβροχθίζεται
καταβροχθιστεί
1 pl
καταβροχθίζουμε , [‑ομε ]
καταβροχθίσουμε , [‑ομε ]
καταβροχθιζόμαστε
καταβροχθιστούμε
2 pl
καταβροχθίζετε
καταβροχθίσετε
καταβροχθίζεστε , καταβροχθιζόσαστε
καταβροχθιστείτε
3 pl
καταβροχθίζουν (ε )
καταβροχθίσουν (ε )
καταβροχθίζονται
καταβροχθιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
καταβρόχθιζα
καταβρόχθισα
καταβροχθιζόμουν (α )
καταβροχθίστηκα
2 sg
καταβρόχθιζες
καταβρόχθισες
καταβροχθιζόσουν (α )
καταβροχθίστηκες
3 sg
καταβρόχθιζε
καταβρόχθισε
καταβροχθιζόταν (ε )
καταβροχθίστηκε
1 pl
καταβροχθίζαμε
καταβροχθίσαμε
καταβροχθιζόμασταν , (‑όμαστε )
καταβροχθιστήκαμε
2 pl
καταβροχθίζατε
καταβροχθίσατε
καταβροχθιζόσασταν , (‑όσαστε )
καταβροχθιστήκατε
3 pl
καταβρόχθιζαν , καταβροχθίζαν (ε )
καταβρόχθισαν , καταβροχθίσαν (ε )
καταβροχθίζονταν , (καταβροχθιζόντουσαν )
καταβροχθίστηκαν , καταβροχθιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα καταβροχθίζω ➤
θα καταβροχθίσω ➤
θα καταβροχθίζομαι ➤
θα καταβροχθιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα καταβροχθίζεις , …
θα καταβροχθίσεις , …
θα καταβροχθίζεσαι , …
θα καταβροχθιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … καταβροχθίσει
έχω, έχεις, … καταβροχθιστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … καταβροχθίσει
είχα, είχες, … καταβροχθιστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … καταβροχθίσει
θα έχω, θα έχεις, … καταβροχθιστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
καταβρόχθιζε
καταβρόχθισε
—
καταβροχθίσου
2 pl
καταβροχθίζετε
καταβροχθίστε
καταβροχθίζεστε
καταβροχθιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
καταβροχθίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας καταβροχθίσει ➤
—
Nonfinite form➤
καταβροχθίσει
καταβροχθιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.