μανδαρίνος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μανδαρίνος • (mandarínos) m (plural μανδαρίνοι)
Declension
[edit]Declension of μανδαρίνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μανδαρίνος • | μανδαρίνοι • |
genitive | μανδαρίνου • | μανδαρίνων • |
accusative | μανδαρίνο • | μανδαρίνους • |
vocative | μανδαρίνε • | μανδαρίνοι • |
See also
[edit]- compare with: μανταρίνι n (mantaríni, “tangerine”)