Jump to content

προφορικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek προφορικός (prophorikós). By surface analysis, προφορά (proforá) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

προφορικός (proforikósm (feminine προφορική, neuter προφορικό)

  1. oral, spoken, verbal
    Antonym: γραπτός (graptós)

Declension

[edit]
Declension of προφορικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προφορικός (proforikós) προφορική (proforikí) προφορικό (proforikó) προφορικοί (proforikoí) προφορικές (proforikés) προφορικά (proforiká)
genitive προφορικού (proforikoú) προφορικής (proforikís) προφορικού (proforikoú) προφορικών (proforikón) προφορικών (proforikón) προφορικών (proforikón)
accusative προφορικό (proforikó) προφορική (proforikí) προφορικό (proforikó) προφορικούς (proforikoús) προφορικές (proforikés) προφορικά (proforiká)
vocative προφορικέ (proforiké) προφορική (proforikí) προφορικό (proforikó) προφορικοί (proforikoí) προφορικές (proforikés) προφορικά (proforiká)

See also

[edit]

Further reading

[edit]