IPA (key ) : /ex.ma.loˈti.zo/
Hyphenation: αιχ‧μα‧λω‧τί‧ζω
Old Hyphenation: αι‧χμα‧λω‧τί‧ζω
αιχμαλωτίζω • (aichmalotízo ) (past αιχμαλώτισα , passive αιχμαλωτίζομαι )
to capture , take prisoner
( figuratively ) to captivate , fascinate
Η μουσική αυτή αιχμαλωτίζει τον ακροατή. I mousikí aftí aichmalotízei ton akroatí. This music captivates the listener.
αιχμαλωτίζω αιχμαλωτίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αιχμαλωτίζω
αιχμαλωτίσω
αιχμαλωτίζομαι
αιχμαλωτιστώ
2 sg
αιχμαλωτίζεις
αιχμαλωτίσεις
αιχμαλωτίζεσαι
αιχμαλωτιστείς
3 sg
αιχμαλωτίζει
αιχμαλωτίσει
αιχμαλωτίζεται
αιχμαλωτιστεί
1 pl
αιχμαλωτίζουμε , [‑ομε ]
αιχμαλωτίσουμε , [‑ομε ]
αιχμαλωτιζόμαστε
αιχμαλωτιστούμε
2 pl
αιχμαλωτίζετε
αιχμαλωτίσετε
αιχμαλωτίζεστε , αιχμαλωτιζόσαστε
αιχμαλωτιστείτε
3 pl
αιχμαλωτίζουν (ε )
αιχμαλωτίσουν (ε )
αιχμαλωτίζονται
αιχμαλωτιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αιχμαλώτιζα
αιχμαλώτισα
αιχμαλωτιζόμουν (α )
αιχμαλωτίστηκα
2 sg
αιχμαλώτιζες
αιχμαλώτισες
αιχμαλωτιζόσουν (α )
αιχμαλωτίστηκες
3 sg
αιχμαλώτιζε
αιχμαλώτισε
αιχμαλωτιζόταν (ε )
αιχμαλωτίστηκε
1 pl
αιχμαλωτίζαμε
αιχμαλωτίσαμε
αιχμαλωτιζόμασταν , (‑όμαστε )
αιχμαλωτιστήκαμε
2 pl
αιχμαλωτίζατε
αιχμαλωτίσατε
αιχμαλωτιζόσασταν , (‑όσαστε )
αιχμαλωτιστήκατε
3 pl
αιχμαλώτιζαν , αιχμαλωτίζαν (ε )
αιχμαλώτισαν , αιχμαλωτίσαν (ε )
αιχμαλωτίζονταν , (αιχμαλωτιζόντουσαν )
αιχμαλωτίστηκαν , αιχμαλωτιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αιχμαλωτίζω ➤
θα αιχμαλωτίσω ➤
θα αιχμαλωτίζομαι ➤
θα αιχμαλωτιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αιχμαλωτίζεις , …
θα αιχμαλωτίσεις , …
θα αιχμαλωτίζεσαι , …
θα αιχμαλωτιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αιχμαλωτίσει έχω, έχεις, … αιχμαλωτισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αιχμαλωτιστεί είμαι , είσαι , … αιχμαλωτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αιχμαλωτίσει είχα, είχες, … αιχμαλωτισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αιχμαλωτιστεί ήμουν , ήσουν , … αιχμαλωτισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αιχμαλωτίσει θα έχω, θα έχεις, … αιχμαλωτισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αιχμαλωτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αιχμαλωτισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αιχμαλώτιζε
αιχμαλώτισε
—
αιχμαλωτίσου
2 pl
αιχμαλωτίζετε
αιχμαλωτίστε
αιχμαλωτίζεστε
αιχμαλωτιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αιχμαλωτίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αιχμαλωτίσει ➤
αιχμαλωτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αιχμαλωτίσει
αιχμαλωτιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.