εργολάβος
Greek
[edit]Noun
[edit]εργολάβος • (ergolávos) m (plural εργολάβοι)
Declension
[edit]Declension of εργολάβος
Synonyms
[edit]- (contractor): εργολήπτης m (ergolíptis), εργολήπτρια f (ergolíptria)
- (contractor): ανάδοχος m or f (anádochos)