προφορικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek προφορικός (prophorikós). By surface analysis, προφορά (proforá) + -ικός (-ikós).
Adjective
[edit]προφορικός • (proforikós) m (feminine προφορική, neuter προφορικό)
Declension
[edit]Declension of προφορικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προφορικός • | προφορική • | προφορικό • | προφορικοί • | προφορικές • | προφορικά • |
genitive | προφορικού • | προφορικής • | προφορικού • | προφορικών • | προφορικών • | προφορικών • |
accusative | προφορικό • | προφορική • | προφορικό • | προφορικούς • | προφορικές • | προφορικά • |
vocative | προφορικέ • | προφορική • | προφορικό • | προφορικοί • | προφορικές • | προφορικά • |
See also
[edit]- στοματικός (stomatikós, “relating to the mouth”)
Further reading
[edit]- προφορικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language