οικογένεια
Greek
Etymology
From the Ancient Greek οἰκογεν(ής) (oikogen(ḗs), “born in the house”) + -εια (-eia).
Pronunciation
Noun
οικογένεια • (oikogéneia) f (plural οικογένειες)
Declension
Declension of οικογένεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οικογένεια • | οικογένειες • |
genitive | οικογένειας • | οικογενειών • |
accusative | οικογένεια • | οικογένειες • |
vocative | οικογένεια • | οικογένειες • |
Synonyms
- (kin): σόι n (sói, “extended family, kin”) (colloquial)
Related terms
- οικογενειακός (oikogeneiakós, “family, familial”, adjective)
- οικογενειοκρατία f (oikogeneiokratía, “nepotism”)
Coordinate terms
Taxonomic divisions
* επικράτεια • f (“domain”) | * ομοταξία • f (“class”) | * γένος • n (“genus”) |
* βασίλειο • n (“kindom”) | * τάξη • f (“order”) | * είδος • n (“species”) |
* συνομοταξία • f (“phylum”) | * οικογένεια • f (“family”) | * υποείδος • n (“subspecies”) |
Further reading
- Οικογένεια on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- Οικογένεια (βιολογία) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el