αναπληρώνω • (anapliróno ) (past αναπλήρωσα , passive αναπληρώνομαι )
to substitute , replace
to compensate for, take the place of
Πρέπει ν’ αναπληρώσουμε το χαμένο καιρό. ― Prépei n’ anaplirósoume to chaméno kairó. ― We must make up for lost time.
αναπληρώνω αναπληρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναπληρώνω
αναπληρώσω
αναπληρώνομαι
αναπληρωθώ
2 sg
αναπληρώνεις
αναπληρώσεις
αναπληρώνεσαι
αναπληρωθείς
3 sg
αναπληρώνει
αναπληρώσει
αναπληρώνεται
αναπληρωθεί
1 pl
αναπληρώνουμε , [‑ομε ]
αναπληρώσουμε , [‑ομε ]
αναπληρωνόμαστε
αναπληρωθούμε
2 pl
αναπληρώνετε
αναπληρώσετε
αναπληρώνεστε , αναπληρωνόσαστε
αναπληρωθείτε
3 pl
αναπληρώνουν (ε )
αναπληρώσουν (ε )
αναπληρώνονται
αναπληρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναπλήρωνα
αναπλήρωσα
αναπληρωνόμουν (α )
αναπληρώθηκα
2 sg
αναπλήρωνες
αναπλήρωσες
αναπληρωνόσουν (α )
αναπληρώθηκες
3 sg
αναπλήρωνε
αναπλήρωσε
αναπληρωνόταν (ε )
αναπληρώθηκε
1 pl
αναπληρώναμε
αναπληρώσαμε
αναπληρωνόμασταν , (‑όμαστε )
αναπληρωθήκαμε
2 pl
αναπληρώνατε
αναπληρώσατε
αναπληρωνόσασταν , (‑όσαστε )
αναπληρωθήκατε
3 pl
αναπλήρωναν , αναπληρώναν (ε )
αναπλήρωσαν , αναπληρώσαν (ε )
αναπληρώνονταν , (αναπληρωνόντουσαν )
αναπληρώθηκαν , αναπληρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναπληρώνω ➤
θα αναπληρώσω ➤
θα αναπληρώνομαι ➤
θα αναπληρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναπληρώνεις , …
θα αναπληρώσεις , …
θα αναπληρώνεσαι , …
θα αναπληρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναπληρώσει έχω, έχεις, … αναπληρωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναπληρωθεί είμαι , είσαι , … αναπληρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναπληρώσει είχα, είχες, … αναπληρωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναπληρωθεί ήμουν , ήσουν , … αναπληρωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … αναπληρωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναπληρωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναπλήρωνε
αναπλήρωσε
—
αναπληρώσου
2 pl
αναπληρώνετε
αναπληρώστε
αναπληρώνεστε
αναπληρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναπληρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναπληρώσει ➤
αναπληρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναπληρώσει
αναπληρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.