|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αντιπροσωπεύω
|
αντιπροσωπεύσω
|
αντιπροσωπεύομαι
|
αντιπροσωπευτώ, αντιπροσωπευθώ
|
2 sg
|
αντιπροσωπεύεις
|
αντιπροσωπεύσεις
|
αντιπροσωπεύεσαι
|
αντιπροσωπευτείς, αντιπροσωπευθείς
|
3 sg
|
αντιπροσωπεύει
|
αντιπροσωπεύσει
|
αντιπροσωπεύεται
|
αντιπροσωπευτεί, αντιπροσωπευθεί
|
|
1 pl
|
αντιπροσωπεύουμε, [‑ομε]
|
αντιπροσωπεύσουμε, [‑ομε]
|
αντιπροσωπευόμαστε
|
αντιπροσωπευτούμε, αντιπροσωπευθούμε
|
2 pl
|
αντιπροσωπεύετε
|
αντιπροσωπεύσετε
|
αντιπροσωπεύεστε, αντιπροσωπευόσαστε
|
αντιπροσωπευτείτε, αντιπροσωπευθείτε
|
3 pl
|
αντιπροσωπεύουν(ε)
|
αντιπροσωπεύσουν(ε)
|
αντιπροσωπεύονται
|
αντιπροσωπευτούν(ε), αντιπροσωπευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αντιπροσώπευα
|
αντιπροσώπευσα
|
αντιπροσωπευόμουν(α)
|
αντιπροσωπεύτηκα, αντιπροσωπεύθηκα
|
2 sg
|
αντιπροσώπευες
|
αντιπροσώπευσες
|
αντιπροσωπευόσουν(α)
|
αντιπροσωπεύτηκες, αντιπροσωπεύθηκες
|
3 sg
|
αντιπροσώπευε
|
αντιπροσώπευσε
|
αντιπροσωπευόταν(ε)
|
αντιπροσωπεύτηκε, αντιπροσωπεύθηκε
|
|
1 pl
|
αντιπροσωπεύαμε
|
αντιπροσωπεύσαμε
|
αντιπροσωπευόμασταν, (‑όμαστε)
|
αντιπροσωπευτήκαμε, αντιπροσωπευθήκαμε
|
2 pl
|
αντιπροσωπεύατε
|
αντιπροσωπεύσατε
|
αντιπροσωπευόσασταν, (‑όσαστε)
|
αντιπροσωπευτήκατε, αντιπροσωπευθήκατε
|
3 pl
|
αντιπροσώπευαν, αντιπροσωπεύαν(ε)
|
αντιπροσώπευσαν, αντιπροσωπεύσαν(ε)
|
αντιπροσωπεύονταν, (αντιπροσωπευόντουσαν)
|
αντιπροσωπεύτηκαν, αντιπροσωπευτήκαν(ε), αντιπροσωπεύθηκαν, αντιπροσωπευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αντιπροσωπεύω ➤
|
θα αντιπροσωπεύσω ➤
|
θα αντιπροσωπεύομαι ➤
|
θα αντιπροσωπευτώ / αντιπροσωπευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αντιπροσωπεύεις, …
|
θα αντιπροσωπεύσεις, …
|
θα αντιπροσωπεύεσαι, …
|
θα αντιπροσωπευτείς / αντιπροσωπευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αντιπροσωπεύσει έχω, έχεις, … αντιπροσωπευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αντιπροσωπευτεί / αντιπροσωπευθεί είμαι, είσαι, … αντιπροσωπευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αντιπροσωπεύσει είχα, είχες, … αντιπροσωπευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αντιπροσωπευτεί / αντιπροσωπευθεί ήμουν, ήσουν, … αντιπροσωπευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αντιπροσωπεύσει θα έχω, θα έχεις, … αντιπροσωπευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αντιπροσωπευτεί / αντιπροσωπευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αντιπροσωπευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αντιπροσώπευε
|
αντιπροσώπευσε
|
—
|
αντιπροσωπεύσου
|
2 pl
|
αντιπροσωπεύετε
|
αντιπροσωπεύστε
|
αντιπροσωπεύεστε
|
αντιπροσωπευτείτε, αντιπροσωπευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αντιπροσωπεύοντας ➤
|
αντιπροσωπευόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αντιπροσωπεύσει ➤
|
αντιπροσωπευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αντιπροσωπεύσει
|
αντιπροσωπευτεί, αντιπροσωπευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• In the passive "-εύτ-" may become "-εύθ-" producing a less common form, e.g. αντιπροσωπεύτηκα → αντιπροσωπεύθηκα • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|