From απ- ( ap- ) + ενεργοποιώ ( energopoió ) .
IPA (key ) : /a.pe.neɾ.ɣo.piˈo/
Hyphenation: α‧πε‧νερ‧γο‧ποι‧ώ
απενεργοποιώ • (apenergopoió ) (past απενεργοποίησα , passive απενεργοποιούμαι , p‑past απενεργοποιήθηκα , ppp απενεργοποιημένος )
to deactivate , to shut down , to disable ( to put a mechanism, device or system out of operation )
απενεργοποιώ , απενεργοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
απενεργοποιώ
απενεργοποιήσω
απενεργοποιούμαι
απενεργοποιηθώ
2 sg
απενεργοποιείς
απενεργοποιήσεις
απενεργοποιείσαι
απενεργοποιηθείς
3 sg
απενεργοποιεί
απενεργοποιήσει
απενεργοποιείται
απενεργοποιηθεί
1 pl
απενεργοποιούμε
απενεργοποιήσουμε , [-ομε ]
απενεργοποιούμαστε , απενεργοποιόμαστε
απενεργοποιηθούμε
2 pl
απενεργοποιείτε
απενεργοποιήσετε
απενεργοποιείστε , (απενεργοποιόσαστε )
απενεργοποιηθείτε
3 pl
απενεργοποιούν (ε )
απενεργοποιήσουν (ε )
απενεργοποιούνται
απενεργοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
απενεργοποιούσα
απενεργοποίησα
απενεργοποιούμουν (α ), απενεργοποιόμουν (α )
απενεργοποιήθηκα
2 sg
απενεργοποιούσες
απενεργοποίησες
[απενεργοποιούσουν (α )], απενεργοποιόσουν (α )
απενεργοποιήθηκες
3 sg
απενεργοποιούσε
απενεργοποίησε
απενεργοποιούνταν , απενεργοποιόταν (ε ), {απενεργοποιείτο }
απενεργοποιήθηκε
1 pl
απενεργοποιούσαμε
απενεργοποιήσαμε
απενεργοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), απενεργοποιόμασταν , (‑όμαστε )
απενεργοποιηθήκαμε
2 pl
απενεργοποιούσατε
απενεργοποιήσατε
[απενεργοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], απενεργοποιόσασταν , (‑όσαστε )
απενεργοποιηθήκατε
3 pl
απενεργοποιούσαν (ε )
απενεργοποίησαν , απενεργοποιήσαν (ε )
απενεργοποιούνταν , απενεργοποιόνταν (ε ), (απενεργοποιόντουσαν ), {απενεργοποιούντο }
απενεργοποιήθηκαν , απενεργοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα απενεργοποιώ ➤
θα απενεργοποιήσω ➤
θα απενεργοποιούμαι ➤
θα απενεργοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα απενεργοποιείς , …
θα απενεργοποιήσεις , …
θα απενεργοποιείσαι , …
θα απενεργοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … απενεργοποιήσει έχω, έχεις, … απενεργοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … απενεργοποιηθεί είμαι , είσαι , … απενεργοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … απενεργοποιήσει είχα, είχες, … απενεργοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … απενεργοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … απενεργοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … απενεργοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … απενεργοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … απενεργοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … απενεργοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
απενεργοποίησε
—
απενεργοποιήσου
2 pl
απενεργοποιείτε
απενεργοποιήστε
απενεργοποιείστε
απενεργοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
απενεργοποιώντας ➤
απενεργοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας απενεργοποιήσει ➤
απενεργοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
απενεργοποιήσει
απενεργοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.