απολυτήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απολυτήριο • (apolytírio) n (plural απολυτήρια)
- certificate of completion:
- discharge papers
- school completion certificate
- apolytirion (in Greece)
- release papers
Declension
[edit]Declension of απολυτήριο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | απολυτήριο • | απολυτήρια • | |
genitive | απολυτηρίου •, απολυτήριου • | απολυτηρίων • | |
accusative | απολυτήριο • | απολυτήρια • | |
vocative | απολυτήριο • | απολυτήρια • | |
The genitive forms απολυτήριου • and απολυτήριων • are also found. |
Related terms
[edit]- see: απόλυτος (apólytos, “absolute”, adjective)
Adjective
[edit]απολυτήριο • (apolytírio)
- Accusative masculine singular form of απολυτήριος (apolytírios).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of απολυτήριος (apolytírios).
Further reading
[edit]- απολυτήριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απολυτήριο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language